φιλήρετμος

φιλήρετμος
-ον, Α
(κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ-ήρετμος). Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιληρέτμοισι — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιληρέτμοισιν — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιληρέτμους — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιληρέτμων — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιληρέτμῳ — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήρετμοι — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • φιλόκωπος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «φιλήρετμος, φιλόκωποι, φιλοναῡται». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. ὀρθιό κωπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”